ὠτοθλαδίας

From LSJ
Revision as of 16:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠτοθλᾰδίας Medium diacritics: ὠτοθλαδίας Low diacritics: ωτοθλαδίας Capitals: ΩΤΟΘΛΑΔΙΑΣ
Transliteration A: ōtothladías Transliteration B: ōtothladias Transliteration C: otothladias Beta Code: w)toqladi/as

English (LSJ)

ου, ὁ, A = ὠτοκάταξις, D.L.5.67.

Greek (Liddell-Scott)

ὠτοθλᾰδίας: -ου, ὁ, ὠτοκάταξις, Διογέν. Λαέρτ. 5. 67.

Greek Monolingual

και ὠτοκλαδίας, ὁ, Α
ὠτοκάταξις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + θλαδίας (< θλῶ «συντρίβω, τσακίζω»), ενώ ο τ. ὠτο-κλαδίας από το ρ. κλῶ «σπάω» (πρβλ. κλάδος)].

Russian (Dvoretsky)

ὠτοθλᾰδίᾱς: ου ὁ θλάω кулачный боец со сплюснутыми (от получения ударов) ушами Diog. L.