καλόπιστος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για ανθρώπους) άνθρωπος καλής πίστεως, ειλικρινής, ευθύς, τίμιος, ανυστερόβουλος
2. (για πράξεις) αυτός που γίνεται με ειλικρινή τρόπο.
επίρρ...
καλοπίστως και καλόπιστα
με καλή πίστη, με ειλικρίνεια προθέσεων, τίμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -πιστος (< πιστός), πρβλ. αξιόπιστος, ευκολόπιστος, εύπιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].