καλόπιστος

From LSJ
Revision as of 17:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις ζημιοῦσθαι → be punished by all the most extreme penalties

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για ανθρώπους) άνθρωπος καλής πίστεως, ειλικρινής, ευθύς, τίμιος, ανυστερόβουλος
2. (για πράξεις) αυτός που γίνεται με ειλικρινή τρόπο.
επίρρ...
καλοπίστως και καλόπιστα
με καλή πίστη, με ειλικρίνεια προθέσεων, τίμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -πιστος (< πιστός), πρβλ. αξιόπιστος, ευκολόπιστος, εύπιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].