ζυμοτεχνία

From LSJ
Revision as of 17:41, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source

Greek Monolingual

η
(μικροβιολ.)
1. κλάδος της μικροβιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη τών διαφόρων ζυμώσεων και την καλλιέργεια ειδικών στελεχών που έχουν επιλεγεί και χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία ζωοτροφών, ποτών κ.λπ.
2. η σχετική με τις ζυμώσεις και τη ζύμη τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμη + -τεχνία (< -τεχνης < τέχνη), πρβλ. ευρεσιτεχνία, κακοτεχνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν γαλλικής γλώσσης του Γρηγ. Ζαλίκογλου].