ισάριθμος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰσάριθμος, -ον, Α ποιητ. τ. ἰσήριθμος)
ίσος κατά τον αριθμό με κάτι («ψυχαὶ ἰσάριθμοι τοῖς ἄστροις», Πλάτ.)
αρχ.
1. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο γραμματικό αριθμό με κάποιον άλλο
2. επιγρ. ισόψηφος.
επίρρ...
ισαρίθμως και ισάριθμα (Α ἰσαρίθμως)
με ίσο αριθμό
αρχ.
με τον ίδιο γραμματικό αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -άριθμος (< ἀριθμός), πρβλ. ὀλιγάριθμος, πολυάριθμος].