ισάριθμος

From LSJ
Revision as of 18:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰσάριθμος, -ον, Α ποιητ. τ. ἰσήριθμος)
ίσος κατά τον αριθμό με κάτι («ψυχαὶ ἰσάριθμοι τοῖς ἄστροις», Πλάτ.)
αρχ.
1. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο γραμματικό αριθμό με κάποιον άλλο
2. επιγρ. ισόψηφος.
επίρρ...
ισαρίθμως και ισάριθμα (Α ἰσαρίθμως)
με ίσο αριθμό
αρχ.
με τον ίδιο γραμματικό αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -άριθμος (< ἀριθμός), πρβλ. ὀλιγάριθμος, πολυάριθμος].