ιδιόχειρος

From LSJ
Revision as of 18:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ ιδιόχειρος, -ον)
αυτός που γίνεται ή γράφεται με το ίδιο το χέρι κάποιου («ιδιόχειρος διαθήκη»)
νεοελλ.
φρ. «ιδιόχειρη επίδοση της επιστολής» — η παράδοση της επιστολής στα χέρια αυτού προς τον οποίο απευθύνεται
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰδιόχειρον
το πρωτότυπο χειρόγραφο.
επίρρ...
ιδιοχείρως (Μ ἰδιοχείρως)
με ή στα ίδια τα χέρια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -χειρος (< χειρ, η «χέρι»), πρβλ. αυτόχειρος, πρόχειρος].