ιχθυοθήρας
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek Monolingual
ἰχθυοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά ψάρια, αλιέας, ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λαγοθήρας, ορνιθοθήρας].