ιστάρχης
From LSJ
τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst
Greek Monolingual
ἱστάρχης, ὁ (Α)
ο ιστωνάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασιάρχης, τελετάρχης].
τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst
ἱστάρχης, ὁ (Α)
ο ιστωνάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασιάρχης, τελετάρχης].