καραβοστάσι
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
Greek Monolingual
το
μέρος της θάλασσας κοντά στην ακτή κατάλληλο για προσωρινή παραμονή τών πλοίων, αγκυροβόλιο, αραξοβόλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + στάσι (< -στάσιον < ασθενές θ. στᾰ- του ἵ-στη-μι), πρβλ. εικονοστάσι, λιοστάσι].