καταρρακτώδης

From LSJ
Revision as of 18:23, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

-ες
αυτός που μοιάζει με καταρράκτη, ορμητικόςκαταρρακτώδης βροχή»).
επίρρ...
καταρρακτωδώς
με καταρρακτώδη τρόπο, σαν καταρράκτης, ορμητικά («έβρεξε καταρρακτωδώς).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταρράκτης + κατάλ. -ώδης (πρβλ. ανθώδης, χαώδης). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].