ισχυρόστομος
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
Greek Monolingual
ἰσχυρόστομος, -ον (Α)
(για πτηνό) αυτό που έχει ισχυρό ράμφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδόστομος, θρασύστομος].