κλάρα

From LSJ
Revision as of 18:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

η
1. μεγάλο κλαρί, κλάδος
2. φρ. α) «τους πήρε με την κλάρα» — τους έτρεψε σε φυγή χωρίς κόπο
β) «πού τήν πας την κλάρα» ή «κόψ' την κλάρα» — σε ποιον τά λες αυτά, ποιον προσπαθείς να εξαπατήσεις
3. ζωολ. κοινή ονομασία αρπακτικού πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαρί + μεγεθ. κατάλ. -α, πρβλ. κεφάλα, μπουκάλα].