Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Full diacritics: κονταράτος | Medium diacritics: κονταράτος | Low diacritics: κονταράτος | Capitals: ΚΟΝΤΑΡΑΤΟΣ |
Transliteration A: kontarátos | Transliteration B: kontaratos | Transliteration C: kontaratos | Beta Code: kontara/tos |
ὁ, one armed with a spear, Anon. in Rh. 103.21.
-η, -ο (ΑM κονταρᾱτος, -η, -ον)
αυτός που κρατά κοντάρι, που είναι οπλισμένος με κοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάρι(ον) + κατάλ. -ᾶτος (< λατ. -atus), πρβλ. μελάτος, νυχάτος].