κρηνῖτις
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
ιδος, ἡ, A growing near a spring, βοτάναι Hp.Ep. 16.
Greek (Liddell-Scott)
κρηνῖτις: -ιδος, ἡ, φυομένη παρὰ κρήνην, κρηνίτιδες βοτάναι Ἱππ. 1278. 43.
Greek Monolingual
κρηνῑτις, -ιδος, ἡ (Α)
φρ. «κρηνῑτις βοτάνη» — βότανο που φύεται κοντά σε κρήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. συκίτις, φυκίτις)].