κοπρώνης

Revision as of 18:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

German (Pape)

[Seite 1484] ὁ, der Mistpächter, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοπρώνης: -ου, ὁ, (ὠνέομαι), ὁ ἐνοικιαστὴς τῆς κόπρου, δηλ. ὁ ἀναδεχόμενος νὰ μεταφέρῃ τὴν κόπρον ἀπὸ τῶν ὁδῶν, «ὁδοκαθαριστής», ἐργολάβος, Ἰω. Χρυσ. τ. 3, 501.

Greek Monolingual

κοπρώνης, ὁ (Α)
1. αυτός που νοίκιαζε και εκμεταλλευόταν την κόπρο
2. αυτός που καθάριζε τους δρόμους από τις ακαθαρσίες, οδοκαθαριστής («ὁ κοπρώνης ἀλγεῑ καὶ ὀδυνᾱται ὅτι μὴ ἀπήλλακται τοῦ ταλαιπώρου καὶ ἐπονειδίστου εἶναι δοκοῦν τος ἐπιτηδεύματος», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -ώνης (< ὦνος «τιμή αγοράς» < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ισχαδώνης, οπωρώνης].