κυμινοδόχη
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ἡ, = κυμινοδόκον.
Greek Monolingual
κυμινοδόχη, ἡ (Α)
κυμινοδόκον, θήκη για κύμινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόχη, κυσοδόχη].