μελίεφθος

From LSJ
Revision as of 19:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

German (Pape)

[Seite 122] in Honig gekocht; Arr. Peripl. sind μελίεφθα als indische Waaren erwähnt.

Greek (Liddell-Scott)

μελίεφθος: -ον, (ἕψω) ἑφθός, ἡψημένος ἐν μέλιτι, Ἀρρ. Περίπλ. σελ. 4 καὶ 6.

Greek Monolingual

μελίεφθος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ψηθεί μέσα σε μέλι
2. το ουδ. ως ουσ. το μελίεφθον
σκεύος για το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ἑφθός (< ἕψω «ψήνω»), πρβλ. ημίεφθος, πολύεφθος].