ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Full diacritics: ἰσχῐοίδης | Medium diacritics: ἰσχιοίδης | Low diacritics: ισχιοίδης | Capitals: ΙΣΧΙΟΙΔΗΣ |
Transliteration A: ischioídēs | Transliteration B: ischioidēs | Transliteration C: ischioidis | Beta Code: i)sxioi/dhs |
(οἰδέω) · ὁ μεγάλα ἰσχία ἔχων, Com.Adesp. 1022.
ἰσχιοίδης, -ες (Α)
αυτός που έχει μεγάλα ισχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + -οίδης (< οἰδέω «πρήζομαι»), πρβλ. γαστροοίδης, ωμοίδης].