εορτολόγιο
From LSJ
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
Greek Monolingual
το (Μ ἑορτολόγιον)
λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τον κατάλογο τών εορτών της εκκλησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εορτή + -λόγιον (πρβλ. δειγματολόγιον, υβρεολόγιον)].