καλαμοκόπος
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
ὁ, A reed-cutter, BGU1529.2 (iii B.C.).
Greek Monolingual
καλαμοκόπος, ὁ (Α)
πάπ. εργαζόμενος στην κοπή καλαμιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ηλοκόπος, ξυλοκόπος.