νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
-άω
1. είμαι θαμπός, θολός
2. (για το φως της ημέρας και τις φωτιζόμενες εκτάσεις) είμαι σκιερός, δεν φαίνομαι καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + -κοπώ (πρβλ. βρομοκοπώ, γλεντοκοπώ].