κλεψίαμβος

From LSJ
Revision as of 07:45, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεψίαμβος Medium diacritics: κλεψίαμβος Low diacritics: κλεψίαμβος Capitals: ΚΛΕΨΙΑΜΒΟΣ
Transliteration A: klepsíambos Transliteration B: klepsiambos Transliteration C: klepsiamvos Beta Code: kleyi/ambos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, a kind of A musical instrument, Phillis ap.Ath.14.636b, Aristox.ib.4.182f, Poll.4.59. II in pl., = μέλη τινὰ παρὰ Ἀλκμᾶνι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1449] ὁ, ein musikalisches Instrument; Aristox. bei Ath. IV, 182 f; Poll. 4, 59.

Greek (Liddell-Scott)

κλεψίαμβος: ὁ, εἶδος μουσικοῦ ὀργάνου, Φιλῆς παρ’ Ἀθην. 636Β, Ἀριστόξ. αὐτόθι 182F, Πολυδ. Δ΄, 59.

Greek Monolingual

κλεψίαμθος, ὁ (Α)
1. είδος εννεάχορδου μουσικού οργάνου
2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) οἱ κλεψίαμβοι
«μέλη τινὰ παρά Ἀλκμᾱνι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ- του κλέπτω (πρβλ. αόρ. -κλεψ-α) + ίαμβος (< ἴαμβος), πρβλ. χορίαμβος, χωλίαμβος].