κλεψίαμβος
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, a kind of A musical instrument, Phillis ap.Ath.14.636b, Aristox.ib.4.182f, Poll.4.59. II in pl., = μέλη τινὰ παρὰ Ἀλκμᾶνι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1449] ὁ, ein musikalisches Instrument; Aristox. bei Ath. IV, 182 f; Poll. 4, 59.
Greek (Liddell-Scott)
κλεψίαμβος: ὁ, εἶδος μουσικοῦ ὀργάνου, Φιλῆς παρ’ Ἀθην. 636Β, Ἀριστόξ. αὐτόθι 182F, Πολυδ. Δ΄, 59.
Greek Monolingual
κλεψίαμθος, ὁ (Α)
1. είδος εννεάχορδου μουσικού οργάνου
2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) οἱ κλεψίαμβοι
«μέλη τινὰ παρά Ἀλκμᾱνι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ- του κλέπτω (πρβλ. αόρ. ἔ-κλεψ-α) + ίαμβος (< ἴαμβος), πρβλ. χορίαμβος, χωλίαμβος].