λαγοκτόνος
From LSJ
ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world
Greek Monolingual
λαγοκτόνος, ὁ (Α)
αυτός που σκοτώνει λαγούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. βρεφοκτόνος, θηριοκτόνος.