λαγοκτόνος
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
Greek Monolingual
λαγοκτόνος, ὁ (Α)
αυτός που σκοτώνει λαγούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. βρεφοκτόνος, θηριοκτόνος.