ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
οαυτός που συντάσσει λόγους.[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + πλόκος (< πλέκω «επινοώ»), δολοπλόκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].