καπνολόγος

From LSJ
Revision as of 09:53, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual


1. η καπνοδόχος
2. παροιμ. «ο καπνός να βγαίνει ίσια και ας είναι στραβός ο καπνολόγος» — το αποτέλεσμα να είναι καλό, άσχετα από την ποιότητα του οργάνου με το οποίο επιτυγχάνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. βιδολόγος.