μικροκέφαλος
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ον, A small-headed, Arist.Pr.955b6: Comp., Id.Phgn.809b5: Sup., Id.Pr.955b5.
German (Pape)
[Seite 184] kleinköpfig, im comparat., Arist. physiogn. 5(809, b. 5).
Greek (Liddell-Scott)
μῑκροκέφᾰλος: -ον, ὁ μικρὰν ἔχων κεφαλήν, Ἀριστ. Προβλ. 30. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μικροκέφαλος, -ον)
αυτός που έχει υπερβολικά μικρό κεφάλι
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μικροκέφαλος
α) ανθρωπολ. άτομο που παρουσιάζει μικροκεφαλία
β) ζωολ. χαρακτηρισμός διαφόρων ζώων, ιδίως εντόμων, με πολύ μικρό κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ισοκέφαλος.
Russian (Dvoretsky)
μῑκροκέφᾰλος: обладающий маленькой головой, малоголовый Arst.