Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιδεροκέφαλος

From LSJ
Revision as of 13:17, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514

Greek Monolingual

και σιδηροκέφαλος, -η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει σιδερένιο κεφάλι
2. μτφ. α) αυτός που έχει πολύ καλή υγεία, ο σιδερένιος
β) πεισματάρης, ισχυρογνώμονας
3. (η ονομ. του αρσ. και του θηλ. ως ευχή) σιδεροκέφαλος, -η
λέγεται ως ευχή για να στεριώσει ο δεσμός ή η θέση τους σε άτομα που πρόσφατα αρραβωνιάστηκαν ή παντρεύτηκαν, ανάρρωσαν από μία αρρώστια ή διορίστηκαν σε μια υπηρεσία
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιδεροκέφαλα
ζώα, κυρίως γιδοπρόβατα, τα οποία παραχωρούνται στον μισθωτή ενός κτήματος με τον όρο να τά επιστρέψει όλα σώα μετά τη λήξη της μισθώσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερο- / σιδηρο- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. σκυλοκέφαλος.