πυροδότης

From LSJ
Revision as of 13:20, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235

Greek Monolingual

ο, Ν
1. στρ. ράβδος με φιτίλι στο ένα της άκρο με την οποία μεταδιδόταν η φωτιά στο έκκαυμα τών παλαιότερων πυροβόλων
2. (κατ' επέκτ.) κάθε μέσο για το άναμμα ή για τη μετάδοση της φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. πυροδόται, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].