οιστρογόνος

From LSJ
Revision as of 13:23, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α
1. αυτός που προκαλεί οίστρο στα θηλυκά ζώα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οιστρογόνα
ομάδα ορμονών που πρωτίστως επηρεάζουν την ανάπτυξη, την ωρίμαση και τη λειτουργία τών γεννητικών οργάνων της γυναίκας
3. φρ. «οιστροφόνες ορμόνες» — τα οιστρογόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oestrogen < oestro- < οίστρος) + -gen, που στην ελλ. αποδίδεται με το -γόνος (< γόνος), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα γον- της ρίζας γεν-, πρβλ. καρκινογόνος.