οιστρογόνος
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και -α
1. αυτός που προκαλεί οίστρο στα θηλυκά ζώα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οιστρογόνα
ομάδα ορμονών που πρωτίστως επηρεάζουν την ανάπτυξη, την ωρίμαση και τη λειτουργία τών γεννητικών οργάνων της γυναίκας
3. φρ. «οιστροφόνες ορμόνες» — τα οιστρογόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oestrogen < oestro- < οίστρος) + -gen, που στην ελλ. αποδίδεται με το -γόνος (< γόνος), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα γον- της ρίζας γεν-, πρβλ. καρκινογόνος.