υιοκτόνος
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
Greek Monolingual
-ο / υἱοκτόνος, -ον, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) ο φονιάς του ίδιου του παιδιού του, παιδοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + -κτονος (< κτόνος< κτείνω), πρβλ. μητροκτόνος.