θυμοκάτοχος

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμοκάτοχος Medium diacritics: θυμοκάτοχος Low diacritics: θυμοκάτοχος Capitals: ΘΥΜΟΚΑΤΟΧΟΣ
Transliteration A: thymokátochos Transliteration B: thymokatochos Transliteration C: thymokatochos Beta Code: qumoka/toxos

English (LSJ)

ον, A restraining anger: neut. as substantive, spell for this purpose, PMag.Lond.121.941, PMag. Osl.1.35. PMag.Par.1.467,831; θ. πρὸς βασιλέας PMag.Leid.W.6.38.

Spanish

fórmula para contener la cólera

Greek Monolingual

θυμοκάτοχος, -ον (Α)
πάπ.
1. αυτός που συγκρατεί τον θυμό·2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμοκάτοχον
μαγικό ξόρκι για τη συγκράτηση του θυμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + κάτ-οχος (< κατ-έχω)].