ἀπαμφιάζω

From LSJ
Revision as of 08:00, 29 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "hence Subst." to "hence substantive")

νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαμφιάζω Medium diacritics: ἀπαμφιάζω Low diacritics: απαμφιάζω Capitals: ΑΠΑΜΦΙΑΖΩ
Transliteration A: apamphiázō Transliteration B: apamphiazō Transliteration C: apamfiazo Beta Code: a)pamfia/zw

English (LSJ)

A take off a garment, doff it, Plu.2.406d, Ph.2.393: metaph., γαῖαν AP7.49 (Bianor); ἀπαμφιάσαντες τὴν ψυχήν Them. Or.21.249d:—Med., ἀπαμφιάσασθαι τὰ περίαπτα Ph.1.288: metaph., lay bare, reveal, τὰ κεκρυμμένα Id.2.310:—Pass., γυμνὴ καὶ ἀπημφιασμένη ἀλήθεια Id.1.362. 2 strip off, βῶλον AP7.76 (Diosc.):— hence substantive ἀπαμφί-ασις, εως, ἡ, putting off, dub. in J.AJ19.2.5.

German (Pape)

[Seite 277] eine Hülle abnehmen, ausziehen, ξυστίδας ἀπημφίαζε Plut. Pyth. or. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαμφιάζω: ἀπεκδύω, ἀπογυμνῶ, ἀφαιρῶ τὸ περιβάλλον ἢ τὸ περικοσμοῦν, Πλούτ. 2. 406D. ― Μέσ., ἀπαμφιασάμενοι τὰ περίαπτα γυμνὴν ἐπιδείκνυνται τὴν ὑπόκρισιν Φίλων 1. 288. ἀπαμφιάζου πενθικὴν ἀμορφίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 8. 795. μεταφ., γυμνὴ καὶ ἀπημφιασμένη ἀλήθεια Φίλων 1. 263· ἀπαμφιάσαι γυμνὴν τὴν ψυχὴν Θεμίστ. 249D: ― Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. ἀπαμφιασμός, Κορνοῦτος π. Θε. Φύσ. 30· ― καὶ -ασις, ἢ -εσις, ἡ, Διονύσ. Ἀρ., Κύριλλ.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀπημφίαζον, ao. ἀπημφίασα;
dévêtir, dépouiller, acc..
Étymologie: ἀπό, ἀμφιάζω.

Spanish (DGE)

I 1quitarse, despojarse de τὴν ἐσθῆτα Ph.2.393, ξυστίδας μαλακάς Plu.2.406d
en v. med. desnudarse, desembarazarse de τὰ περίαπτα Ph.1.288.
2 fig. desvelar τὰ κεκρυμμένα Ph.2.310
en v. pas. γυμνὴ καὶ ἀπημφιασμένη ἀλήθεια Ph.1.362.
II arrebatar τἀνδρὸς τὴν ὀλίγην βῶλον de una tumba AP 7.76 (Diosc.).

Greek Monolingual

ἀπαμφιάζω (Α)
1. (για ενδύματα) βγάζω, αποβάλλω
2. μτφ. απογυμνώνω
3. μέσ. μτφ. αποκαλύπτω, φανερώνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαμφιάζω:
1) снимать (ξυστίδας Plut.);
2) смывать (τὸν βῶλον ὕδατι Anth.).