εὐπλόκαμος

From LSJ
Revision as of 12:55, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπλόκαμος Medium diacritics: εὐπλόκαμος Low diacritics: ευπλόκαμος Capitals: ΕΥΠΛΟΚΑΜΟΣ
Transliteration A: euplókamos Transliteration B: euplokamos Transliteration C: efplokamos Beta Code: eu)plo/kamos

English (LSJ)

Epic ἐϋπλόκαμος, ον, with goodly locks, fair-haired, epithet of goddesses and women, in Hom., etc., especially of Eos and Artemis, Od. 5.390, 20.80, cf. B. 3.34, etc.; later also of boys and men, Mosch. 1.12, Orph. L. 439; εὐ. κόμαι goodly tresses, E. IA 790 (lyr.); metaph, ἐϋπλοκάμου πολιῆς ἁλός Archil. 11, cf. Opp. C. 2.131; of the tentacles of polypi, ib. 3.182.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπλόκᾰμος: Ἐπικ. ἐϋπλόκαμος, ον, ἔχων ὡραίους πλοκάμους, ἔχων ὡραίαν κόμην, συχνὸν παρ’ Ὁμήρ. ὡς ἐπίθετον θεαινῶν καὶ γυναικῶν, ἰδίως τῆς Ἠοῦς καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀδ. Ε. 390, Υ. 80, κτλ.· παρὰ μεταγεν., καὶ ἐπὶ παιδίων καὶ ἀνδρῶν, π. χ. Μόσχ. 1. 12, Ὀρφ. Λιθ. 433 εὐπλόκαμοι κόμαι Εὐρ. Ι. Α. 791· ― ἐϋπλοκάμου πολιῆς ἁλὸς Ἀρχίλ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 824, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 1. 131., 3. 182.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐϋπλόκαμος;
ος, ον :
aux belles boucles, aux beaux cheveux bouclés.
Étymologie: εὖ, πλόκαμος.

Spanish

que tiene hermosos cabellos

Greek Monotonic

εὐπλόκᾰμος: Επικ. ἐϋ-πλ-, -ον, αυτός που έχει ωραίες μπούκλες, αυτός που έχει ωραία μαλλιά, σε Όμηρ.· εὐπλ. κόμαι, όμορφες κοτσίδες, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπλόκᾰμος: эп. ἐϋπλόκαμος 2
1) с красиво заплетенными волосами (Ἑκαμήδη, Νύμφη Hom.);
2) красиво заплетенный (κόμαι Eur.).

Middle Liddell


with goodly locks, fairhaired, Hom.; εὐπλ. κόμαι goodly tresses, Eur.