λευκόχρυσος

From LSJ
Revision as of 13:35, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " as Adj." to " as adjective")

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόχρῡσος Medium diacritics: λευκόχρυσος Low diacritics: λευκόχρυσος Capitals: ΛΕΥΚΟΧΡΥΣΟΣ
Transliteration A: leukóchrysos Transliteration B: leukochrysos Transliteration C: lefkochrysos Beta Code: leuko/xrusos

English (LSJ)

ἡ, a gem A of pale gold colour, Plin.HN37.128, 171: as adjective, Lyd.Mag.3.70.

German (Pape)

[Seite 35] weiß u. goldfarbig gemischt, λίθοι, Plin. H. N. 37, 9.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόχρῡσος: -ον, ἐπὶ λίθου ἔχων λευκὰς ἐν τῷ χρυσῷ χρώματι φλέβας, Πλιν. Ν. Η. 37. 9.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λευκόχρυσος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο λευκόχρυσος
χημ. ευγενές καί πολύτιμο μέταλλο αργυρόλευκου χρώματος, πολύ βαρύ και συνεκτικό, σχετικά μαλακό, ελατό και όλκιμο, κν. πλατίνα
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει λευκές φλέβες σε χρυσό χρώμα
αρχ.
το θηλ. ως ουσ.λευκόχρυσος
πολύτιμος λίθος με απαλό χρυσό χρώμα.