διαιωνίζω
English (LSJ)
A perpetuate, τὸ γένος Ph.2.318:—Pass., Id.Fr.64 H.; but usually intr., to be eternal, Id.2.190,al.
Greek (Liddell-Scott)
διαιωνίζω: διατηρῶ τι εἰς αἰῶνας, αἰώνιον, Φίλων 2. 318· ― ἀμετάβ., διαρκῶ αἰωνίως, εἶμαι αἰώνιος, αὐτόθι 154· ― πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 6 - 7.
Spanish (DGE)
1 intr. ser eterno de la divinidad, Ph.2.190
•vivir o durar eternamente σὺν τῷ Πατρὶ διαιωνίζειν Ath.Al.Gent.47, cf. Basil.M.31.245D, Pamph.Mon.Soter.145, τοῦ μὲν σοφοῦ ἡ ζωὴ διαιωνίζει διὰ τῆς μνήμης, τὸν δὲ ἄφρονα διαδέχεται λήθη Gr.Nyss.Hom.in Eccl.365.20, cf. Rom.Mel.74.γʹ.7, σχοίημεν ... τὴν χάριν διαιωνίζουσαν Didym.M.39.769A
•perpetuarse ἄρτοι διαιωνίζοντες panes que se perpetúan, e.d. que se distribuyen con regularidad Io.Mal.Chron.12.289, cf. M.97.484A
•subst. τὸ διαιωνίζον la perpetuidad Procl.in Euc.90.8
•tb. en v. med. τὰ πράγματα διαιωνίζεται Ph.Fr.64
•fig. de abstr. διαιωνίζουσα ἄτη Sch.A.Ch.68a.
2 tr. perpetuar τὸ γένος Ph.2.318, τὴν μνήμην Eus.VC 3.41.
Greek Monolingual
(AM διαιωνίζω) αιών
1. διατηρώ κάτι στους αιώνες, το κάνω αιώνιο
2. φρ. «διαιωνίζω το είδος», «διαιωνίζω το γένος» — αποκτώ παιδιά, απογόνους
νεοελλ.
αναβάλλω τη λύση ενός ζητήματος, παρατείνω επ' αόριστον («διαιωνίζω το πρόβλημα», «η ίδια κατάσταση διαιωνίζεται»)
αρχ.
είμαι αιώνιος, διαρκώ αιώνια, διαρκώ επ' άπειρον.