καλλίχειρ
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
[ῐ], Χειρος, ὁ, ἡ, A with beautiful hands, ὠλέναι Chaerem. 14.7.
German (Pape)
[Seite 1311] χειρος, schönhändig, ὠλένη Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, μὲ καλὰς χεῖρας, ἄλλη δ’ ἐγύμνου καλλίχειρας ὠλένας Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608C.
Greek Monolingual
καλλίχειρ, -χειρος, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει ωραία χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. πλουσιόχειρ, ροδόχειρ].