γρυπόομαι
From LSJ
πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death
English (LSJ)
Pass., A to become hooked, of the nails, Hp.Prog.17, Alex.Aphr.Pr.2.18, Gal.8.47.
Greek (Liddell-Scott)
γρῡπόομαι: παθ., γίνομαι καμπουρωτὸς ἢ καμπύλος, κυρτός· ἐπὶ τῶν ὀνύχων, Ἱππ. Προγν. 42· πρβλ. γρυπαίνω.
Spanish (DGE)
curvarse ὄνυχες Hp.Prog.17, Gal.8.47, Alex.Aphr.Pr.2.18, pero γρυποῦνται δὲ ὄνυχας Hp.Coac.396, cf. Dionysius en Harp.s.u. γρυπάνιον, Hsch.s.uu. γρυμπάνειν, γρύπτειν, EM 242.9G.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γρυπόομαι [γρυπός] krom worden, van nagels. Hp. Prog. 17.