στοιχειόω

From LSJ
Revision as of 10:05, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ," to ",")

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχειόω Medium diacritics: στοιχειόω Low diacritics: στοιχειόω Capitals: ΣΤΟΙΧΕΙΟΩ
Transliteration A: stoicheióō Transliteration B: stoicheioō Transliteration C: stoicheioo Beta Code: stoixeio/w

English (LSJ)

A instruct in the basic principles (στοιχεῖα), Chrysipp.Stoic.2.39, Phot.:—Pass., -ωθήσεται will be instructed, Ael.Tact. Prooem.5, cf. Ath.Mech.5.5.

German (Pape)

[Seite 946] die Anfangsgründe lehren, Chrysipp. bei Plut. de stoic. repugn. 10.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχειόω: διδάσκω τὰ πρῶτα στοιχεῖα, καταρτίζωδιδάσκω στοιχειωδῶς, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1036Α. - Παθητ., ἀσκοῦμαι, παιδεύομαι, Ἐκκλ. ΙΙ. μαγεύω, «στοιχειώνω», Τζέτζ. εἰς Ἰλ. σ. 93. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 42.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
assigner ou admettre comme éléments.
Étymologie: στοιχεῖον.

Russian (Dvoretsky)

στοιχειόω: полагать в качестве основ, считать первоначалами (τὰ ἐναντία Plut.).