διαμινύρομαι
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
English (LSJ)
[ῡ], A warble a plaintive ditty, Ar.Th.100.
Greek (Liddell-Scott)
διαμινύρομαι: [ῡ], ἀποθ., ψάλλω «παραπονετικά», Ἀριστοφ. Θεσμ. 100.
Russian (Dvoretsky)
διαμῐνύρομαι: (ῡ) визгливо распевать (τι Arph.; - v.l. διαμινυρίζομαι).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-μινύρομαι steeds klaaglijk neuriën.