λιπερνήτης
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
ου, ὁ, = λιπερνής, AP 9.649 (Maced.), EM 566.50, restored by Schäfer in Longus 2.22 for λιπεργάτης; — fem. λιπερνῆτις, -ιδος, Call. Fr. 66e, Epic.Oxy. 1794.17.
German (Pape)
[Seite 51] ὁ, = Vorigem, Maced. 31 (IX, 649), f. v.l. λιπερνίτης, die sich auch noch sonst findet.
Greek Monolingual
λιπερνήτης, ὁ, θηλ. λιπερνῆτις, -ιδος (Α) λιπερνής
λιπερνής.
Russian (Dvoretsky)
λῐπερνήτης: ου ὁ брошеный, покинутый, бесприютный Anth.
Middle Liddell
= λῐπερνής, Anth., etc.]