σκηπτροβάμων
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
[ᾱ], ον, gen. ονος, A sitting on the sceptre, ὁ σ. αἰετός, κύων Διός S.Fr.884.
Greek Monolingual
και σκηπτοβάμων, -ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που κάθεται πάνω σε σκήπτρο («ὁ σκηπτροβάμων αἰετός, κύων Διός», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῆπτρον / σκῆπτον (βλ. λ. σκᾶπτον) + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων].
Russian (Dvoretsky)
σκηπτροβάμων: 2, gen. ονος Soph. v.l. = σκηπτοβάμων.