παραμείγνυμι

From LSJ
Revision as of 11:57, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραμείγνυμι Medium diacritics: παραμείγνυμι Low diacritics: παραμείγνυμι Capitals: ΠΑΡΑΜΕΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: parameígnymi Transliteration B: parameignymi Transliteration C: parameignymi Beta Code: paramei/gnumi

English (LSJ)

and παραμειγνύω, Ion. παραμίσγω, also in Thphr.HP9.7.2 and later Prose, Phld.Ir.p.54 W.(Pass.) :—A intermingle, mix with, τινί τι Ar.V.878; ψόγον καὶ νουθεσίαν Plu.2.59b :—Pass., metaph., ἡδονὴν παραμεμεῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ Arist.EN1177a23. II c. acc. only, mix in, add by mixing, ὕδωρ παραμίσγειν Hdt.1.203, 4.61; μέλι, σμύρνην, Hp.Morb.2.47, Mul.2.162; στεατίου μικρόν Alex.84 :—Pass., ὅ τι αὐτοῖς τούτων ἐν ταῖς ψυχαῖς παραμέμεικται Pl.R.415b.

Greek Monolingual

και παραμ(ε)ιγνύω Α
1. αναμιγνύω, ανακατώνω με κάτι
2. προσθέτω κάτι σε μίγμαπαραμείγνυμι μέλι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μ(ε)ίγνυμι «αναμιγνύω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-μ(ε)ίγνυμι, παρα-μειγνύω en παρα-μίσγω erbij mengen: overdr.:; μέλιτος σμικρὸν τῷ θυμιδίῳ π. in zijn hartje een klein beetje honing mengen Aristoph. Ve. 878; pass.: ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ dat geluk met genoegen gepaard gaat Aristot. EN 1177a23.

Russian (Dvoretsky)

παραμείγνυμι: v.l. = παραμίγνυμι.