ἀμφιεσμός
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
ὁ, A clothing, D.H.8.62 (v.l. -ασμός).
German (Pape)
[Seite 139] ὁ, dasselbe, Dion. H. 8, 62, v.l. für ἀμφιασμός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιεσμός: ὁ, = τῷ προηγ., Διον. Ἁλ. 8. 62· ἑτέρα γραφ. -ασμός.
Spanish (DGE)
v. ἀμφιασμός.
Greek Monolingual
ἀμφιεσμός, ο (Α) ἀμφιέννυμι
ενδυμασία, περιβολή.