ἀρηΐθοος
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
ον, swift in war, αἰζηοί Il. 8.298, 15.315, ARh. 1.1042; ἄνδρες Simon. 104.
German (Pape)
[Seite 349] kampfesschnell, Hom. ἀρηιθόων αἰζηῶν Versende Iliad. 4, 280 (v.l. διοτρεφέων αἰζ.). 8, 298. 15, 315. 20, 167; – Sp. D., wie Qu. Sm. 1, 748.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
agile au combat.
Étymologie: Ἄρης, θοός.
Spanish (DGE)
-ου
• Prosodia: [ᾰ-]
rápido en el combate, aguerrido αἰζηοί Il.8.298, ἄνδρες Simon.89.2D., Orac.Sib.13.156, Γέφυρος A.R.1.1042, Ἀργεῖοι Q.S.1.750, Μενέλαος Q.S.10.122.
Greek Monolingual
ἀρηΐθοος, -ον (Α)
γρήγορος, ταχύς στον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρήϊος + -θοος < θόος < θέω].
Russian (Dvoretsky)
ἀρηΐθοος: (ᾱῐ) стремительный в бою Hom.