σταλίς

From LSJ
Revision as of 12:15, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰλίς Medium diacritics: σταλίς Low diacritics: σταλίς Capitals: ΣΤΑΛΙΣ
Transliteration A: stalís Transliteration B: stalis Transliteration C: stalis Beta Code: stali/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, = στάλιξ (stake to which nets are fastened), Hsch. ; f.l. for σχαλίς in X. Cyn. 2.8.

German (Pape)

[Seite 929] ίδος, ἡ, dor. στάλιξ, alles Aufgestellte, Aufgerichtete, bes. Stellholz, Stange, v.l. bei Xen. Cyn. 2, 8. 6, 7. Bei Leon. Al. 20 (VI, 325) scheinen es Jagdnetze zu sein. Vgl. noch Opp. Cyn. 1, 150. 157; ὑπὸ σταλίκεσσιν ἄκανθαι, Hal. 4, 606, von dornigen Flossen. ίδος, ἡ, dor. statt στηλίς.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰλίς: -ίδος, ἡ, = στάλιξ. «κάμαξχάραξ» Ἡσύχ., διάφ. γραφ. παρὰ Ξεν. ἐν Κυν. 2. 8., 6. 7, ἀντὶ σχαλίς.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κάμαξχάραξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του στάλ-ιξ με επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. κλῃ-ίς / κλείς)].

Russian (Dvoretsky)

στᾰλίς: ίδος ἡ Xen. v.l., Anth. = στάλιξ.