πυροειδής

From LSJ
Revision as of 18:30, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(v.l.)" to "(v.l.)")

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠροειδής Medium diacritics: πυροειδής Low diacritics: πυροειδής Capitals: ΠΥΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: pyroeidḗs Transliteration B: pyroeidēs Transliteration C: pyroeidis Beta Code: puroeidh/s

English (LSJ)

ές, A fiery, Pl.Lg. 895c, Arist.GC330b24; φύσεις Epicur.Ep.2p.39U.; of the planet Mars, Eudox.Ars 5.13. Adv. -δῶς Placit.2.13.9 (v.l.).

German (Pape)

[Seite 823] ές, feuerähnlich; Plat. Legg. X, 795 c; Arist. u. A. ές, weizenähnlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῠροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς πῦρ, πυρώδης, Πλάτ. Νόμ. 895C, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 2. 3, 5. Ἐπίρρ. -δῶς, Πλούτ. 2. 888Ε.

Spanish

de ígneo aspecto

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
όμοιος με φωτιά, πυρώδης
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ Πυροειδής
ο πλανήτης Αρης
αρχ.
μτφ. (για λόγο) καυστικός, δηκτικός.
επίρρ...
πυροειδῶς ΜΑ
με πυροειδή τρόπο, όμοια με φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -ειδής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυροειδής -ές [πῦρ, εἶδος] als vuur, vurig.

Russian (Dvoretsky)

πῠροειδής: огнеподобный Plat., Arst., Plut.