μελανοείμων
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A = μελανείμων, Hp.Insomn. 92 (v.l. μελανείμ-), Vett. Val.2.5.
German (Pape)
[Seite 119] ον, = μελανείμων, Hipp.
Greek Monolingual
μελανοείμων, -ον (Α)
βλ. μελανείμων.