συμπαίστωρ

From LSJ
Revision as of 18:50, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαίστωρ Medium diacritics: συμπαίστωρ Low diacritics: συμπαίστωρ Capitals: ΣΥΜΠΑΙΣΤΩΡ
Transliteration A: sympaístōr Transliteration B: sympaistōr Transliteration C: sympaistor Beta Code: sumpai/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, = συμπαιστής (playmate, playfellow), X. Cyr. 1.3.14 (v.l. συμπαίκτής), AP 6.154 (Leon. or Gaet.), 162 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 984] ορος, ὁ, = συμπαίκτωρ; Mel. 114 (VI, 162), v.l. συμπαίκτωρ, wie Leon. Tar. 30 (VI, 154); auch Xen. Cyr. 1, 3, 14 v.l.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαίστωρ: -ορος, ὁ, = συμπαίκτωρ, συμπαίκτης, Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, 14.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ΜΑ
ο συμπαίκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαίζω + επίθημα -τωρ (πρβλ. πράκ-τωρ)].

Greek Monotonic

συμπαίστωρ: -ορος, ὁ, = το προηγ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συμπαίστωρ: ορος ὁ Xen. v.l. = συμπαίκτωρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπαίστωρ -ορος, ὁ zie συμπαιστής.