ὕδρευμα
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
ατος, τό, watering place, well, tank, Str.16.4.14, Peripl.M. Rubr.25,26, Ostr.Bodl. iii 245 (i A. D.), Ptol.Geog.1.10.2, Thd.Je.39(46), 10, OGI701.12 (Egypt, ii A. D., pl.), etc.; irrigation system, PFlor.50.15 (ii A. D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὕδρευμα: τό, τόπος πρὸς ὕδρευσιν, ὅθεν λαμβάνουσιν ὕδωρ, πηγὴ ὕδατος, δεξαμενή, Ἀρρ. Περίπλ. σελ. 14· μνημονεύεται ἐν Αἰγυπτ. Ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 476d. 15, κ. ἀλλ., ἴδε Franz. ad 4713c.