νεοτρεφής

From LSJ
Revision as of 16:55, 14 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοτρεφής Medium diacritics: νεοτρεφής Low diacritics: νεοτρεφής Capitals: ΝΕΟΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: neotrephḗs Transliteration B: neotrephēs Transliteration C: neotrefis Beta Code: neotrefh/s

English (LSJ)

ές, A newly reared, κόροι Id.Heracl.92 (lyr.), cf. Nonn.D.10.178.

German (Pape)

[Seite 245] ές, frisch genährt, eben geboren; κόροι, Eur. Heracl. 93; Christod. ecphr. 278. Vgl. νεότροφος.

Greek (Liddell-Scott)

νεοτρεφής: -ές, ὁ νεωστὶ τραφείς, Εὐρ. Ἡρακλ. 91, Χριστοδ. Ἔκφρ. 276.

Greek Monolingual

νεοτρεφής, -ές (Α)
1. αυτός που μόλις πήρε τροφή, δηλ. ο νεογέννητος
2. αυτός που φύτρωσε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. πολυ-τρεφής].

Russian (Dvoretsky)

νεοτρεφής: недавно рожденный, малолетний (κόροι Eur.).